- πολεμόκραντος
- πολεμό-κραντος, ον, ([etym.] κραίνω)A finishing war,
τέλος A.Th.162
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέλος A.Th.162
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολεμόκραντος — ον, Α αυτός που τερματίζει τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κραντος (< κραίνω «κρίνω, τερματίζω»), πρβλ. δημό κραντος] … Dictionary of Greek
πολεμόκραντον — πολεμόκραντος finishing war masc/fem acc sg πολεμόκραντος finishing war neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek